χρυσοτρίαινος

χρυσοτρίαινος
-ον, Α
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που κρατάει χρυσή τρίαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + τρίαινα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσοτρίαιν' — χρῡσοτρίαινα , χρυσοτρίαινος with trident of gold neut nom/voc/acc pl χρῡσοτρίαινε , χρυσοτρίαινος with trident of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοτριαίνης — ους ή ου, ὁ, Α ο χρυσοτρίαινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + τρίαινα] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτρίαινα — χρῡσοτρίαινα , χρυσοτρίαινος with trident of gold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοτρίαινε — χρῡσοτρίαινε , χρυσοτρίαινος with trident of gold masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”